ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΜΒΡΥΟΥ [IUGR]
Η ανίχνευση ενός μικρού εμβρύου (το βάρος < από 10η % θέση ανάπτυξης) θα εντοπίσει τα έμβρυα που κινδυνεύουν, δηλαδή τα IUGR, τα οποία θα πρέπει να τεθούν σε άμεση και στενή παρακολούθηση σε μια προσπάθεια βελτίωσης του περιγεννητικού αποτελέσματος. Όταν τεθεί η διάγνωση IUGR, θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να καθοριστεί η αιτιοπαθολογία αυτής της κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψιν μητρικούς, γενετικούς και διατροφικούς παράγοντες. Στην συνέχεια, θα πρέπει να γίνει ενδελεχής εμβρυϊκός έλεγχος για συγγενείς ανωμαλίες και να διερευνηθεί η πιθανότητα ανευπλοειδίας.
Οι αξιολογήσεις του όγκου του αμνιακού υγρού (AFV), οι βιομετρικοί δείκτες (HC, AC, FL) και το εκτιμώμενο εμβρυϊκό βάρος (EFW) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε όλες τις μετρήσεις. Οι βιομετρικοί δείκτες επιτρέπουν τον υπολογισμό του εκτιμώμενου εμβρυϊκού βάρους (EFW), το οποίο αποτιμάται ορθότερα είτε με την μέτρηση της περιφέρειας της κοιλιάς (AC), είτε από τον τύπο του Hadlock χρησιμοποιώντας τους τρεις δείκτες (HC, AC και FL). Σε περιπτώσεις κυήσεων υψηλού κινδύνου (ανεξήγητο ολιγοϋδράμνιο, προηγούμενο ιστορικό IUGR, υποθρεψία, μη φυσιολογικοί υπερηχογραφικοί παράμετροι, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης κ.λπ.) θα πρέπει επίσης να αξιολογηθούν επιπρόσθετες βιομετρικές παράμετροι όπως ο λόγος HC/AC και ο λόγος FL/AC. Τέλος, οι ανωμαλίες του πλακούντα, όπως ο περιχαρακωμένος πλακούντας, ή ένας μη φυσιολογικός διηθητικός ή συμφυτικός πλακούντας, μπορεί να είναι η αιτία IUGR.
Η παρακολούθηση του εμβρύου που υπολείπεται σε ανάπτυξη θα πρέπει να βασίζεται στην χρήση του καρδιοτοκογραφήματος ηρεμίας (non stress tests), του Doppler υπερηχογραφήματος και του βιοφυσικού προφίλ. Σε κάθε περίπτωση η προγεννητική ανίχνευση IUGR θα δώσει την ευκαιρία να χρησιμοποιηθούν όλες εκείνες οι ιατρικές παρεμβάσεις (χορήγηση κορτικοστεροειδών, περάτωση τοκετού, εισαγωγή σε μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών) ώστε να μειωθεί η νοσηρότητα και η θνησιμότητα καθώς αυτές σχετίζονται με ανεπάρκεια πλακούντα και σοβαρή υποξαιμία εμβρύου.
Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου και τρόπου περάτωσης της κύησης αποτελεί πεδίο έρευνας.
Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι η ηλικία κύησης είναι ο σημαντικότερος παράγοντας, ο οποίος επηρεάζει την συνολική επιβίωση σε έμβρυα < των 27 εβδομάδων.
Σε μεγαλύτερη ηλικία κύησης και εφόσον το βάρος γέννησης υπερβαίνει τα 600gr, η Doppler μελέτη του φλεβώδους πόρου κατέχει μείζονα σημασία στην πρόγνωση του νεογνικού αποτελέσματος. Για κάθε επιπλέον εβδομάδα ενδομήτριας ζωής τα έμβρυα < από τις 32 εβδομάδες συνδέονται με μείωση της περιγεννητικής τους θνησιμότητας κατά 48%. Σε κυήσεις < από τις 34 εβδομάδες, η απόφαση για περάτωση της κύησης καθορίζεται κυρίως από τα ευρήματα τις Doppler υπερηχογραφίας. Η απουσία ή η αναστροφή της αιματικής ροής στην ομφαλική αρτηρία αποτελεί ένδειξη περάτωσης τοκετού και μάλιστα άμεση όταν επηρεάζεται η κυκλοφορία στον φλεβώδη πόρο ή στην ομφαλική φλέβα. Εάν η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης είναι ήπια χωρίς να συνυπάρχουν μητρικές επιπλοκές ή εμβρυϊκές ανωμαλίες και οι βιοφυσικοί παράμετροι είναι φυσιολογικοί, ο τοκετός μπορεί να προγραμματιστεί μετά τις 37 εβδομάδες.