ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΡΑΧΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΓΕΝΝΗΣΩ ΠΡΟΩΡΑ?
Ανεπάρκεια τραχήλου καλείται η αδυναμία υποστήριξης μιας τελειόμηνης εγκυμοσύνης εξαιτίας μιας λειτουργικής ή δομικής ανωμαλίας στον τράχηλο. Κλινικά, χαρακτηρίζεται από οξεία, ανώδυνη διαστολή του τραχήλου της μήτρας που κορυφώνεται με την προβολή ή και την πρόωρη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων, συνήθως στο δεύτερο τρίμηνο, με συνέπεια την απώλεια της κύησης ή τον πρόωρο τοκετό.
Επιδημιολογικά στοιχεία
Η επίπτωση της ανεπάρκειας τραχήλου υπολογίζεται σε λιγότερο από 1% του μαιευτικού πληθυσμού.
Αιτιοπαθογένεια
Τρεις κυρίως μηχανισμοί θεωρούνται υπεύθυνοι για την ασυμπτωματική ανάπτυξη λειτουργικής ή δομικής ανωμαλίας στον τράχηλο με αποτέλεσμα την απώλεια του μήκους ή του σχήματός του.
Ασθενείς με ιστορικό, μίας ή περισσότερων διαδικασιών, διαστολών και εκκενώσεων της μήτρας για τερματισμό της κύησης, είχαν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης βράχυνσης στο μήκος του τραχήλου κατά το διακολπικό υπερηχογράφημα καθώς και αυξημένο κίνδυνο για πρόωρο τοκετό.
Το μηχανικό τραύμα, στις περιπτώσεις αυτές, οδηγεί στην δημιουργία ουλώδους ιστού με αποτέλεσμα την ανεπάρκεια τραχήλου. Είναι ενδιαφέρον και αξίζει να σημειωθεί πως σχεδόν καμία έγκυος γυναίκα, ακόμη και αυτές με υψηλό κίνδυνο, δεν είχαν βραχύ μήκος τραχήλου (CL) κατά το πρώτο τρίμηνο, επειδή θεωρητικά, η πρώιμη κύηση ασκεί μικρή μηχανική πίεση στον τράχηλο και επομένως είναι απίθανο να καταλήξει σε διαστολή και ανεπάρκεια.
Βραχύ μήκος τραχήλου (CL) δύναται να αναπτυχθεί δευτερογενώς, ως αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους ή μολυσματικής διαδικασίας, καθώς υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ βράχυνσης και λοίμωξης. Ασθενείς με βραχύ CL και βακτηριακή κολπίτιδα είχαν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης πρόωρου τοκετού (43%), από τις αντίστοιχες ασθενείς με βραχύ CL αλλά χωρίς βακτηριακή κολπίτιδα (31%). 8 Ωστόσο, μέχρι τώρα, δεν υπάρχουν επαρκή στατιστικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν εάν η μόλυνση οδηγεί σε βράχυνση ή εάν το βραχύ τραχηλικό μήκος επιτρέπει την ανιούσα κολπική φλεγμονή και την ανάπτυξη χοριοαμνιονίτιδας.
Το 85% των ασυμπτωματικών εγκύων γυναικών με μήκος τραχήλου (CL) < από 25mm, πριν από 24 εβδομάδες, εμφάνιζαν συσπάσεις συχνότερα από αυτές με φυσιολογικό μήκος τραχήλου και επιπλέον είχαν διπλάσιο κίνδυνο για πρόωρο τοκετό. Πιθανά, πέραν των άλλων παραγόντων (ρήξη, διάμετρος τραχήλου ˃ 12mm), οι τρεις προαναφερόμενοι μηχανισμοί δρουν συνεργικά σε μερικές έγκυες γυναίκες και συμβάλλουν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ασθενή στην ανάπτυξη του βραχέος μήκους του τραχήλου.
Υπερηχογραφική διάγνωση
Σήμερα, η ανεπάρκεια τραχήλου μπορεί να αναγνωριστεί υπερηχογραφικά και να διαχειριστεί σωστά πριν η μητέρα βιώσει την απώλεια της κύησης. Ίσως, η πιο αποδεκτή διάγνωση της ανεπάρκειας τραχήλου να βασίζεται στην υπερηχογραφική απεικόνιση της διαστολής του τραχήλου, με τους υμένες να προβάλουν στο τραχηλικό κανάλι, ενώ απουσιάζουν οι συσπάσεις της μήτρας. Τα επιπλέον ευρήματα, συνίστανται στην βράχυνση και την παρουσία χοανοειδούς διαμόρφωσης του τραχηλικού σωλήνα.
Η παρουσία χοάνης «funneling» εκφράζει τη χαρακτηριστική διαμόρφωση του μερικώς διεσταλμένου τραχηλικού σωλήνα, κατά την οποία η διαστολή είναι μέγιστη στο έσω τραχηλικό στόμιο και βαθμιαία μειώνεται κατά το μέσον του τραχηλικού σωλήνα. Το μήκος του τραχήλου (CL) προσδιορίζεται με μέτρηση του κλειστού τμήματος του, δηλαδή, από το έσω έως το έξω στόμιο όταν δεν υπάρχει διάνοιξη του έσω στομίου, και, από το άκρο της χοανοειδούς διαμόρφωσης έως το έξω στόμιο, όταν υπάρχει χοάνη. Το πιο ακραίο, σοβαρό εύρημα, είναι η διαστολή ολόκληρου του τραχηλικού σωλήνα, χωρίς να απομένει κανένα τμήμα τραχήλου κλειστό.
Αρκετοί συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το σημαντικότερο υπερηχογραφικό εύρημα στην πρόβλεψη ενός πρόωρου τοκετού, σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, είναι το μήκος του τραχήλου, ενώ το χοανοειδές του σχήμα, είναι ένας χρήσιμος προγνωστικός παράγοντας. Η συμβολή ορισμένων μη επεμβατικών τεχνικών όπως, πίεση στον πυθμένα της μήτρας επί 12″ στον κάθετο άξονα της μήτρας, βήξιμο ή ορθοστασία της ασθενούς, προκαλούν υπερηχογραφικές αλλαγές στο μήκος ή στην μορφή του τραχήλου και εμφανίζουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην ανίχνευση της ανεπάρκειας τραχήλου. Όταν διενεργείται κολπικό υπερηχογράφημα, ο ηχοβολέας δεν πρέπει να ασκεί έντονη πίεση στο πρόσθιο τμήμα του τραχήλου, επειδή, ένας ανοικτός τράχηλος μπορεί να συμπιεστεί και να κλείσει, με αποτέλεσμα την τεχνητή επιμήκυνσή του.
Ο Burger και οι συνεργάτες του για να βελτιώσουν την αναπαραγωγιμότητα της TVS στους κόλπους των υπερηχογραφιστών θέσπισαν ορισμένα κριτήρια αξιολόγησης του τραχήλου μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται: (1) το έσω στόμιο να είναι επίπεδο ή ισοσκελές τριγωνικό, (2) να μπορεί να παρατηρηθεί όλο το μήκος του τραχηλικού σωλήνα, (3) να μπορεί να ληφθεί συμμετρική απεικόνιση του έξω στομίου και (4) η απόσταση της πρόσθιας και της οπίσθιας επιφάνειας του χείλους του τραχήλου από τον τραχηλικό αυλό να είναι ίσες μεταξύ τους.
Περιγραφή της βράχυνσης τραχήλου
Ο Zilianti και οι συνεργάτες του, περιέγραψαν μνημοτεχνικά την χρονική ακολουθία των αλλαγών του τραχήλου της μήτρας, χρησιμοποιώντας τους λατινικούς χαρακτήρες Τ, Υ, V και U, ως σχήματα. Καθώς ο τράχηλος εξαλείφεται, η σχέση του τραχηλικού καναλιού με το κατώτερο τμήμα της μήτρας αλλάζει από σχήμα Τ (μακρύς και κλειστός τράχηλος), σε εσοχή σχήματος Y (βραχύς και ανοιχτός τράχηλος), ενώ με την περαιτέρω πρόοδο της εξάλειψης, το σχήμα Υ γίνεται V (περισσότερο ανοιχτός τράχηλος) και τελικά U (παντελώς ανοιχτός).
Χοάνη
Ως χοάνη, ορίστηκε η πρόπτωση των εμβρυϊκών υμένων διαμέσου του ενδοτραχηλικού σωλήνα, με βάθος τουλάχιστον 3 ή 5 mm, μετρούμενη από το αρχικό όριο του έσω στομίου έως το άλλο άκρο της χοάνης, προς την πλευρά του έξω στομίου. Το πλάτος και το μήκος της χοάνης εκτιμήθηκαν σε αρκετές μελέτες για να αξιολογηθεί η σημασία τους στην πρόγνωση του πρόωρου τοκετού. Σε μια μελέτη που γυναικών στις οποίες διεξήχθη διακολπικό υπερηχογράφημα (TVS), μήκος του τραχήλου < από 25 mm συνδέθηκε σημαντικά με πρόωρο τοκετό (PTB), λιγότερο από τις 35 εβδομάδες, ενώ η παρουσία της χοάνης δεν ήταν σημαντικός προγνωστικός παράγοντας ενός πρόωρου τοκετού.
Συσχέτιση με μόλυνση / φλεγμονή
Αν και η αιτιολογία του πρόωρου τοκετού είναι πολυπαραγοντική και πολύπλοκη, ωστόσο, η ενδομήτρια μόλυνση / φλεγμονή φαίνεται να συνδέεται στενά με πρόωρο τοκετό. Η παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων ιντερλευκίνης-8 (IL-8), σε δείγματα τραχηλικών εκκρίσεων, συσχετίστηκαν με είσοδο μικροβίων στην αμνιακή κοιλότητα και παρουσία χοριοαμνιονίτιδας η οποία επιβεβαιώθηκε με αμνιοπαρακέντηση. Ο ρόλος αυτός της μόλυνσης / φλεγμονής αξιολογήθηκε σε μία μελέτη και καθορίστηκε η αλληλεξάρτηση μεταξύ υψηλής συγκέντρωσης IL-8, κοντού μήκους τραχήλου και χοριοαμνιονίτιδας, σε γυναίκες με ιστορικό πρόωρων συσπάσεων στις 24-36 εβδομάδες της κύησης.
Τοποθέτηση περίδεσης σε ασθενείς με θετικό μαιευτικό ιστορικό
Η χρήση της TVS, ως κατευθυντήριο διαγνωστικό μέσο στην τοποθέτηση περίδεσης, σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για αυτόματο πρόωρο τοκετό (ΡΤΒ), αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας πολλών μελετητών. Σε μία πρώιμη μη τυχαιοποιημένη μελέτη, η περίδεση τραχήλου σε ασθενείς με CL ≤ από 15 mm δεν μείωσε τον ρυθμό ΡΤΒ, αντίθετα, αύξησε τον κίνδυνο πρόωρης ρήξης των εμβρυϊκών υμένων (PROM). Ο To και οι συνεργάτες του εξέτασαν τον ρόλο της περίδεσης τραχήλου κατά Shirodkar σε ασθενείς χαμηλού και υψηλού κινδύνου, με CL ≤ από 15 mm. Από τις 47.123 ασθενείς που εξετάστηκαν, 253 πληρούσαν τα κριτήρια εισόδου στην μελέτη και κατανεμήθηκαν σε 127 ασθενείς στις οποίες έγινε περίδεση και σε 126 ασθενείς οι οποίες τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Η εισαγωγή ενός ράμματος Shirodkar σε ασθενείς με κοντό τράχηλο δεν μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο ΡΤΒ ˂ από τις 33 εβδομάδες.
Μια αναδρομική μελέτη εξέτασε τα αποτελέσματα της προγραμματισμένης περίδεσης (elective cerclage) συγκριτικά με αυτά της επείγουσας περίδεσης (urgent cerclage) η οποία πραγματοποιήθηκε όταν το CL μειώθηκε υπερηχογραφικά < 20 mm, πριν από τις 24 εβδομάδες της κύησης. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στη μέση ηλικία τοκετού, στο ποσοστό PTB ή το ποσοστό PTB < από τις 25 εβδομάδες της κύησης μεταξύ των δύο ομάδων.
Μια άλλη προοπτική μελέτη που συμπεριελάμβανε 380 ασθενείς υψηλού κινδύνου για PTB διερεύνησε την προγνωστική αξία υπερηχογραφικών κριτηρίων στην αποτελεσματικότητα της περίδεσης τραχήλου. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι οι ορατοί εμβρυϊκοί υμένες και το μήκος τραχήλου (CL) < από 15 mm συσχετίστηκαν σημαντικά με μικρότερη μέση ηλικία τοκετού, χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης εμβρύου και μικρότερο διάστημα εισαγωγής για την τοποθέτηση της περίδεσης και του τοκετού. Ωστόσο σε μια αντίστοιχη μελέτη ο ίδιος συγγραφέας υπογραμμίζει την ασφάλεια των διαδοχικών υπερηχογραφικών μετρήσεων στην απόφαση τοποθέτησης επείγουσας περίδεσης (urgent cerclage) για την πρόληψη PTB. 50 Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και η μελέτη των Owen και των συνεργατών του η οποία ενισχύει τη χρησιμότητα της TVS στη διαχείριση των γυναικών με προηγούμενη PTB καθώς μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τον κλινικό γιατρό να αποφασίσει επείγουσα περίδεση όταν το CL <15 mm.Στο ιατρειο μας η περιδεση γινεται εκλεκτικα και παντα αναλογα με την περιπτωση [case based]
Υπερηχογραφία τραχήλου και αξιολόγηση ασθενών με πρόωρες συσπάσεις
Η υπερηχογραφία τραχήλου μπορεί να βοηθήσει στην αξιολόγηση των γυναικών που παρουσιάζουν πρόωρες συσπάσεις. Μια προοπτική μελέτη που αφορούσε 72 ασθενείς οι οποίες παρουσιάστηκαν στην αίθουσα ωδινών με συμπτωματολογία πρόωρων συσπάσεων, αξιολόγησε τη χρησιμότητα της TVS στην υποβοήθηση διαλογής αυτών ακριβώς των ασθενών. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτούς, η παρουσία χοάνης (αποδίδεται ώς “wedging” στην μελέτη τους), είχε ευαισθησία 100% στην ανίχνευση PTB < από τις 37 εβδομάδες, και το βραχύ μήκος τραχήλου ήταν ευρήματα ενδεικτικά ενός πραγματικά πρόωρου τοκετού που απαιτούσε επιθετική διαχείριση.
Και άλλες μελέτες όμως διερεύνησαν την αποτελεσματικότητα της TVS στην αξιολόγηση ασθενών με πρόωρες συσπάσεις της μήτρας οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένα CL > 30 mm γενικά αποκλείει την πιθανότητα πρόωρου τοκετού και υποδεικνύει στις ασθενείς αυτές να παραπέμπονται στο σπίτι. Μια προοπτική μελέτη σύγκρινε την γυναικολογική εξέταση του τραχήλου σε ασθενείς μεταξύ 20-35 εβδομάδων της κύησης με συστολές, άρρηκτους υμένες και μήκος τραχήλου < από 30 mm και την TVS για την πρόγνωση PTB < από τις 36 εβδομάδες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η TVS ήταν η ακριβέστερη μέθοδος PTB, ενώ το μήκος τραχήλου που εκτιμήθηκε (διακολπικά) TV ήταν η πιο αξιόπιστη παράμετρος πρόβλεψης της προωρότητας.
Κάποιες μελέτες διερεύνησαν την υπόθεση, εάν η υπερηχογραφική μέτρηση του μήκους του τραχήλου βοηθάει στη διάκριση μεταξύ αληθούς και ψευδούς τοκετού σε γυναίκες με πρόωρες συσπάσεις μεταξύ 24-36 εβδομάδων, καθώς ένα ποσοστό > από το 70% των ασθενών αυτών δεν εξελίσσεται στην διαδικασία ενεργούς φάσης τοκετού και σε αληθή τοκετό. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι ένα CL < 15 mm συνδέεται σημαντικά με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης τοκετού εντός 7 ημερών από την ημερομηνία εξέτασης.
Προγεστερόνη
Προγενέστερες τυχαιοποιημένες μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση προγεστερόνης σε γυναίκες με μαιευτικό ιστορικό PTB μείωσαν τον κίνδυνο ενός νέου PTB. Ωστόσο, ασαφής παραμένει η διαχείριση ασυμπτωματικών ασθενών (αρνητικό μαιευτικό ιστορικό πρόωρου τοκετού), στο μέσον της κύησης, με βραχύ μήκος τραχήλου το οποίο εκτιμήθηκε με TVS.
Αρκετές μελέτες εξέτασαν το ρόλο της συμπληρωματικής θεραπείας με προγεστερόνη στη διαχείριση αυτών των ασθενών. Οι ασυμπτωματικές ασθενείς με CL ≤ 15 mm στις 20-25 εβδομάδες της κύησης χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: σε αυτές που ελάμβαναν 200 mg καθημερινά κολπικά προγεστερόνη έναντι αυτών ενός εικονικού φαρμάκου (placebo). Οι συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν ότι η προγεστερόνη συσχετίστηκε με μείωση κατά 44% του κινδύνου PTB < από τις 34 εβδομάδες που ήταν στατιστικά σημαντική. 38 Μία μεταγενέστερη, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη εξέτασε την αποτελεσματικότητα της χρήσης κολπικά προγεστερόνης στην πρόληψη PTB σε γυναίκες CL < 28 mm μεταξύ 16-23 εβδομάδων της κύησης και διαπίστωσε σημαντική μείωση του ποσοστού των πρόωρων γεννήσεων < από τις 32 εβδομάδες της κύησης, βελτιώνοντας παράλληλα και το νεογνικό αποτέλεσμα .
Σε μια πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη διπλή-τυφλή μελέτη, με εικονικό φάρμακο (placebo), στην οποία συμμετείχαν ασυμπτωματικές ασθενείς με μονήρη κύηση και CL μεταξύ 10-20 mm, στις 19-24 εβδομάδες της κύησης, η χορήγηση προγεστερόνης, κολπικά, στις ασθενείς με κοντό τράχηλο στο μέσο τρίμηνο σχετίστηκε με μείωση κατά 45% του ποσοστού PTB < από τις 33 και με βελτιωμένο νεογνικό αποτέλεσμα.
Πολύδυμη κύηση
Η χρήση της TVS ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στη διαχείριση της πολύδυμης κύησης, παρά το γεγονός ότι οι θεραπευτικές παρεμβάσεις της περίδεσης και της προγεστερόνης ήταν αναποτελεσματικές. Μία προγνωστική μελέτη, ανίχνευσε διακολπικά το μήκος τραχήλου στις 24 εβδομάδες σε 147 ασθενείς με δίδυμη κύηση και διαπίστωσε ότι ένα CL < από 25 mm συσχετίστηκε σημαντικά με αυξημένο κίνδυνο για PTB < από τις 35 εβδομάδες κύησης, σημειώνοντας ευαισθησία και ειδικότητα 29,8% και 89%, αντίστοιχα.
Αντίθετα, σε μια προοπτική μελέτη που αφορούσε 87 ασθενείς με δίδυμη κύηση και πρόωρες συσπάσεις μεταξύ 24-36 εβδομάδων της κύησης, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι ένα CL > από 25 mm βοηθούσε στην διάκριση μεταξύ αληθούς και ψευδούς τοκετού, καθώς το όριο αυτό συνδέθηκε με επακόλουθο PTB μόνο στο 20% περίπου των δίδυμων εντός διαστήματος 7 ημερών. Το ποσοστό PTB, εντός του διαστήματος των 7 ημερών, αυξήθηκε δραματικά με την προοδευτική μείωση του μήκους του τράχηλου. Επιπλέον, η χρήση τοκολυτικών φαρμάκων παρείχε σημαντική και ανεξάρτητη συμβολή στην πρόβλεψη PTB εντός αυτού του διαστήματος. 58 Η συχνότητα PTB στις 24-32 εβδομάδες της κύησης ήταν διπλάσια στα μονοχοριακά (9.2%) έναντι (5.5%) στα διχοριακά δίδυμα. Ωστόσο, αυτή η διαφορά αποδόθηκε εξ ολοκλήρου σχεδόν στο πολυϋδράμνιο και στο σοβαρό σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο (TTTS) που περιπλέκει το 15% των μονοχοριονικών διδύμων.
Στις 24 εβδομάδες της κύησης, το CL της μήτρας ≤ 25 mm ήταν ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης αυτόματου PTB στις < 32 εβδομάδες, <35 εβδομάδες και <37 εβδομάδες. Από τους παράγοντες κινδύνου που αξιολογήθηκαν στις 28 εβδομάδες, η εμβρυϊκή φιμπρονεκτίνη ήταν ο μόνος στατιστικώς σημαντικός προγνωστικός δείκτης ενός αυτόματου PTB < 32 εβδομάδες. Ένα CL > από 35 mm στις 24-26 εβδομάδες της δίδυμης κύησης με TVS θα μπορούσε να εντοπίσει τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου για PTB < από τις 34 εβδομάδες.
Στρατηγική διαχείρισης
Επειδή ο PTB συνιστά την κύρια αιτία περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως η πρόληψη ενός πρόωρου τοκετού αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως πρόκληση στη σύγχρονη μαιευτική. Ωστόσο, δεκάδες στρατηγικές επιστρατεύτηκαν μέχρι σήμερα στον εντοπισμό ασθενών υψηλού κινδύνου για PTB και χρησιμοποιήθηκαν πολλές ιατρικές παρεμβάσεις.
Μία στρατηγική που συμπεριλάμβανε την μέτρηση του μήκους του τραχήλου, ως μέθοδο μαζικού ελέγχου κατά τη διάρκεια του καθιερωμένου υπερηχογραφήματος της εμβρυϊκής ανατομίας, για την ταυτοποίηση ασθενών με CL ≤ από 15mm και ακολούθως την καθημερινή θεραπεία με προγεστερόνη κολπικά ήταν η πιο αποδοτική στρατηγική με τη μεγαλύτερη μείωση του PTB < από τις 34 εβδομάδες καθώς εμφάνιζε το χαμηλότερο συνολικό κόστος και είχε τα καλύτερα αποτελέσματα στη νεογνική νοσηρότητα και θνησιμότητα.Ένα παρόμοιο μοντέλο στατιστικής ανάλυσης, κόστους-αποτελεσματικότητας, συνέκρινε την «άνευ εξέταση» και την «γενική εξέταση» όλων ανεξαίρετος των μονήρων κυήσεων με ένα TVS μεταξύ 18-24 εβδομάδων της κύησης και κατέληξε στο συμπέρασμα πως μία μέτρηση ρουτίνας του CL στο δεύτερο τρίμηνο ήταν μια οικονομικά αποδοτική στρατηγική στην διαχείριση ασθενών για PTB.