ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ
Η υπογονιμότητα ενός ζευγαριού είναι η αδυναμία του να επιτύχει εγκυμοσύνη σε χρονικό διάστημα ενός έτους με συχνές (2-3 εβδομαδιαίως) και χωρίς αντισύλληψη σεξουαλικές επαφές. Ο ορισμός αυτός στηρίζεται σε στατιστικές αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες ένα ζευγάρι που επιδιώκει εγκυμοσύνη και που δεν έχει πρόβλημα γονιμότητας έχει πιθανότητα 20-25% ανά μήνα προσπάθειας να πετύχει. Επίσης από τα 100 ζευγάρια που επιδιώκουν εγκυμοσύνη και που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γονιμότητας τα 90 περίπου θα την επιτύχουν μέσα σ’ ένα έτος.
Η γονιμότητα διακρίνεται σε πρωτοπαθή αν δεν έχει προηγηθεί εγκυμοσύνη και δευτεροπαθή εάν προηγηθεί.
Το ποσοστό των υπογόνιμων ζευγαριών κυμαίνεται μεταξύ 10-15% και είναι ανεξάρτητο από εθνικότητα ή φυλή, είναι όμως υψηλότερο στις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες.
Η γονιμότητα του ζευγαριού και ιδίως της γυναίκας είναι αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας. Η γονιμότητα της γυναίκας φθάνει στην ακμή της στα 25 έτη. Στην συνέχεια ελαττώνεται σταδιακά μέχρι τα 35 έτη όπου παρατηρείται και η απότομη έκπτωση της περίπου στα 45 έτη το 30% περίπου των γυναικών έχουν χάσει την γονιμότητας τους.
Πρώτη συνάντηση με το υπογόνιμο ζευγάρι.
Στην πρώτη γνωριμία με το ζευγάρι θα δοθεί η δυνατότητα να εντοπισθεί η πιθανή αιτία της υπογονιμότητας μέσω της λήψης του ιστορικού οπότε και θα ζητηθεί ο απαραίτητος εργαστηριακός έλεγχος. Από τη γυναίκα θα ζητηθεί πλήρες παθολογικό, χειρουργικό, μαιευτικό και γυναικολογικό ιστολογικό. Μεγάλης σημασίας είναι οι πληροφορίες που είναι σχετικές με το γεννητικό κύκλο, το πυελικό άλγος, τις πυελικές φλεγμονές, την τοποθέτηση ενδομητρικών προθέσεων και τις προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις τις πυέλου.
Από τον σύντροφο θα ζητηθούν πληροφορίες σχετικά με το επάγγελμα του, με παθήσεις των γεννητικών οργάνων (φλεγμονές, τραυματισμούς, χειρουργικές επεμβάσεις) και γενικότερα παθήσεις που μπορούν να επηρεάσουν τον ανδρικό παράγοντα όπως οι ενδοκρινικές διαταραχές και η παρωτίτιδα. Μετά τη λήψη ιστορικού ακολουθεί γυναικολογική και ανδρολογική εξέταση.
ΑΙΤΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ
• ανδρικός παράγοντας (διαταραχές σπέρματος)
• ωοθυλακιορρηκτικός παράγοντας (διαταραχές ωοθηλακιόρηξίας)
• πυελοσαλπιγγικός παράγοντας (βλάβες μήτρας, ωοθηκών σαλπίγγων κλπ)
• τραχηλικός παράγοντας (συμπεριφορά του σπέρματος στην τραχηλική βλέννη)
• σπανιότερες καταστάσεις όπως διάφορες ανωμαλίες μήτρας φλεγμονές και οι φλεγμονές οι ανοσολογικές εκτροπές.
ΕΛΕΓΧΟΣ
A) Ανδρικός Παράγοντας
• ανάλυση σπέρματος (αν βρεθεί παθολογικό γίνονται περαιτέρω ειδικές εξετάσεις)
• εκτίμηση της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων
• μέτρηση της συγκέντρωσης των σπερματοζωαρίων
• εξέταση της μορφολογίας τους
• αρχική εκτίμηση του σπέρματος
• βασικός ορμονικός έλεγχος (παρ’ όλο που σπάνια η υπογονιμότητα του άνδρα οφείλεται σε ενδοκρινολογικές διαταραχές.
B) Ωοθηκικού παράγοντα
• έλεγχος ωοθηλακιορηξίας
• μέτρηση προγεστερόνης ορού
• μέτρηση βασικής θερμοκρασίας σώματος
• ανίχνευση ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) των ούρων
• u/s επιβεβαίωση ωοθηλακιορηξίας
• βιοψία ενδομητρίου
Γ) Ελεγχος του Πυελοσαλπιγγικού Παράγοντα
• υστεροσαλπιγγογραφία
• υστεροσκόπηση
• λαπαροσκόπηση
• μικροενδοσκοπήσεις (σ’ αυτές περιλαμβάνονται 3 μικροενδοσκοπικές τεχνικές: σαλπιγγοσκόπηση, διατραχηλική ενδοσκόπηση της σάλπιγγας και υδρολαπαροσκόπηση)
Δ) Ελεγχος του Τραχηλικού Παράγοντα
Γίνεται με δοκιμασία μετά επαφή όπου ελέγχεται η ποιότητα της τραχηλικής βλέννης η παρουσία κι ο αριθμός των κινούμενων σπερματοζωαρίων στο γεννητικό της γυναίκας μετά την επαφή και η συμπεριφορά των σπερματοζωαρίων στην τραχηλική βλέννη.
Ε) Ανοσολογικός Παράγοντας
• Στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής η γυναίκα εκτίθεται σε εκατομμύρια σπερματοζωάρια αλλά πολύ σπάνια θα παρουσιάσει ανοσολογική αντίδραση (δηλαδή ανάπτυξη αντισωμάτων στο σπέρμα )
• Στην δοκιμασία ανοσοσφαιρινών χρησιμοποιούνται ειδικά αντί ανθρώπινα αντισώματα αντί IgG ή αντί IgM φερόμενα σε σφαιρίδια πολυαριμιδίου.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Εφ’ όσον εντοπισθεί το πρόβλημα, ανάλογα με τα αποτελέσματα η υπογονιμότητα μπορεί να αντιμετωπισθεί με τους εξής τρόπους.
φαρμακευτική πρόκληση ωοθηλακιορηξίας: Η διέγερση των ωοθηκών παραμένει ακόμη και σήμερα μια θεραπεία δύσκολη επικίνδυνη με περιορισμένες και συγκεκριμένες ενδείξεις. Έτσι ενώ αρχικά προοριζόταν για περιπτώσεις ανωοθηλακιορηξίας είτε για τη πρόκληση ωοθηλακιορηξίας σε κύκλους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι μέθοδοι παρακολούθησης είναι απλές και αποτελεσματικές: ταχεία αξιολόγηση ορμονών ενδεχομένως σε καθημερινή βάση και u/s μεγάλης ευκρίνειας.
ΤΕΧΝΗΤΗ ΣΠΕΡΜΑΤΕΓΧΥΣΗ
Είναι η τελευταία επιλογή πριν την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Διακρίνεται σε ετερόλογο όταν το σπέρμα που μεταφέρεται στην γυναίκα ανήκει σε άλλον άντρα και ομόλογο όταν ανήκει στον άντρα της.
Μορφές Τεχνητής Σπερματέγχυσης:
• τεχνητή μεταφορά σπέρματος του συζύγου στην γυναίκα του
• τεχνητή μεταφορά σπέρματος ενός άντρα σε γυναίκα που δεν είναι συζυγός της.
• τεχνητή μεταφορά μεικτού σπέρματος σε γυναίκα το οποίο αποτελεί μείγμα του άντρα της και ξένου άντρα.
• τεχνητή σπερματέγχυση σε μη έγγαμο γυναίκα ή πιο σπάνια σε έγγαμο γυναίκα με κατεψυγμένο σπέρμα του άντρα της που έχει πεθάνει.
ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Η εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης την τελευταία 20ετία αποτελεί την σημαντικότερη εξέλιξη στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας. Πριν την παραπομπή μιας γυναίκας για εξωσωματική γονιμοποίηση απαραίτητη είναι η ακριβής διερεύνηση των αιτιών.
Όλα τα προγράμματα εξωσωματικής γονιμότητας χρησιμοποιούν σήμερα μεθόδους διέγερσης των ωοθηκών για τη λήψη πολλών ωαρίων με στόχο την εμφύτευση πολλών γονιμοποιημένων ωαρίων διότι είναι γνωστό ότι το ποσοστό εγκυμοσύνης αυξάνει ανάλογα με τον αριθμό των γονιμοποιημένων ωαρίων που εμφυτεύονται στη μήτρα.
Τα βήματα είναι τα εξής:
• διέγερση ωοθηκικής λειτουργίας
• παρακολούθηση ωοθηλακιορηξίας -λήψη των ωαρίων
• γονιμοποίηση – εμβρυομεταφορά
• κατάψυξη ωαρίων
• γονιμοποίηση ωαρίων και μικροχειρισμούς
• εμφύτευση